- ειδησεογραφία
- η1. αναγραφή ειδήσεων σε εφημερίδες2. το τμήμα εφημερίδας όπου αναγράφονται ειδήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Θόρυβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειδησεογραφία — η 1. η αναγραφή είδησης σε εφημερίδες ή περιοδικά. 2. το μέρος της εφημερίδας που προορίζεται για τις ειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ειδησεογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ειδησεογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Εβιάν-λε-Μπεν — (Evian Les Bains). Λουτρόπολη (περ. 7.000 κάτ.) της Γαλλίας στον νομό της Άνω Σαβοΐας, γνωστή για τις ιαματικές της πηγές. Το μεταλλικό νερό της Ε. εμφιαλώνεται και εξάγεται σε όλο τον κόσμο. Η κωμόπολη βρίσκεται στη νότια όχθη της λίμνης της… … Dictionary of Greek
ειδησεογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεπορτάζ — το (λ. γαλλ.), άκλ., η ειδησεογραφία, αλλά και η δουλειά του ρεπόρτερ (βλ. λ.): Στην εφημερίδα μας είχε το αστυνομικό ρεπορτάζ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)